Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Αρ.Αποφ. 71/2002

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 71
Ετος: 2002

--------------------------------------------------------------------------------
Περίληψη

Φοροδιαφυγή - ΕΠΕ - Διαχειριστής - Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων -. Δεν έχει την επιβαλλόμενη αιτιολογία η καταδικαστική απόφαση για την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος λόγω της ιδιότητάς του ως αναπληρωτή διαχειριστή ΕΠΕ, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο διαχειριστής αυτής έλλειπε ή απουσίαζε και περαιτέρω δεν καθορίζεται αν η μη καταβολή των τριών συνεχών δόσεων αφορά αυτές ως κατ' ιδίαν χρέη ή αν αφορά το άθροισμα των ποσών των δόσεων.


--------------------------------------------------------------------------------
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 71/2002 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές : Χαράλαμπο Μυρσινιά, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Αριστείδη Κρομμύδα, Στυλιανό Μοσχολέα-Εισηγητή και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες.-

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2001, με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ?γγελου Βασιλόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου: Γ.Κ. του Π., κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αλεξάκο, για αναίρεση της 73388/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.- Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτήν, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2000 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 812/2001.-

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.-

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του ν. 1882/90 «φοροδιαφυγή-φορολογία κλπ διατάξεις», ορίστηκε ότι : « Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως», κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων α' και γ' της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου φόρου ή χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Ειδικά στο εδάφιο γ' προβλέπεται ότι η ανωτέρω παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, είναι μεγαλύτερο από 1.500.000 δραχμές. Με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 2523/97 αντικαταστάθηκε το πιο πάνω άρθρο 25 του ν. 1882/90, το δε ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την ως άνω καθυστέρηση της καταβολής, αυξήθηκε σε 4.500.000 δρχ. και έτσι πράξεις που λόγω ποσού ήταν προηγουμένως αξιόποινες, κατέστησαν πλέον ανέλεγκτες. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 25 του ν. 1882/90. θεσπίστηκε «ότι οι ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιβάλλονται: α) ... β) προκειμένου για εταιρείες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες ή περιορισμένης ευθύνης, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, σε κάθε εταίρο, σωρευτικώς ή μη». Ενώ με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου και νόμου, θεσπίστηκε ότι : «Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου η ποινική δίωξη ασκείται, για τα χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα κατά τον χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας, ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία ... Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής υπό των ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας αυτής. Εξάλλου, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 εδ. α' του ν. 2523/97, «οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις (και ως τέτοιες νοούνται κατά το εδ. β' της ίδιας παραγράφου και αυτές για τις οποίες δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη), εκδικάζονται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, εκτός αν εισάγεται ευμενέστερη ρύθμιση με τις διατάξεις του νεότερου νόμου». Τέλος, έλλειψη, της κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ?ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.-

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : «Κατά το χρονικό διάστημα από 31-1-1995 έως 31-1-1996, ο κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τυγχάνων αναπληρωτής διαχειριστής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Π.Κ. Ε. », η οποία ήταν οφειλέτρια του Δημοσίου, διότι σε βάρος της ήταν βεβαιωμένα χρέη υπέρ του Δημοσίου από την Κ' ΔΟΥ Αθηνών, ληξιπρόθεσμα, ύψους 19.622.289 δραχμών, που αφορούσαν λοιπούς φόρους και χρέη, όπως προκύπτει από τον πίνακα χρεών, που βεβαιώθηκαν κατά την ισχύ του ν. 1882/1990, καταβλητέα σε δόσεις, με πρόθεση δεν κατέβαλε τρεις συνεχείς δόσεις για τα ως άνω χρέη... Ο ισχυρισμός του ότι κατά το επίδικο διάστημα δεν ήταν διαχειριστής της Ε., είναι αβάσιμος, διότι από τα αναγνωσθέντα εταιρικά προκύπτει ότι ο εκκαλών ήταν τότε αναπληρωτής διαχειριστής, ήτοι είχε εξουσία εκπροσωπήσεως της Ε. ». Ακολούθως στο διατακτικό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της παραβάσεως του άρθρου 25 παρ.1 γ και 6 ν. 1882/90, συγκεκριμένα δε «ότι ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στην Κ' ΔΟΥ Αθηνών διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, προερχόμενα από βεβαιωμένα, ληξιπρόθεσμα χρέη από φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας «Π.Κ. Ε. », της οποίας τυγχάνει διαχειριστής, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό 19.622.289 δρχ. που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, δηλαδή δεν κατέβαλε τρεις συνεχείς δόσεις για τα παραπάνω χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις». Όμως ποινική ευθύνη λόγω της ιδιότητας ως αναπληρωτή διαχειριστή της Ε. δεν προβλέπεται στο άρθρο 25 ν.

1882/90. Και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διασαφηνίζει περαιτέρω, αν ο αναιρεσείων ήταν εταίρος της Ε. και αν ο διαχειριστής αυτής έλλειπε ή απουσίαζε, ώστε να ευθύνεται εκείνος προσωπικά. Ούτε και συνεχίζει το κρίσιμο διάστημα που φέρεται ότι ο αναιρεσείων είχε την πιο πάνω ιδιότητα με τον χρόνο βεβαίωσης (και ληξιπρόθεσμου) του επίμαχου χρέους, κατά τις διακρίσεις που θεσπίζει η προπαρατεθείσα παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 25 ν. 1882/90. Πέραν δε αυτών, το δικάσαν δικαστήριο, στο διατακτικό της αποφάσεώς του, αντιφατικά προς το σκεπτικό, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήταν διαχειριστής της Ε. Εξάλλου, ενώ το δικαστήριο δέχεται ότι η πράξη τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, δεν διευκρινίζει στην απόφασή του, αν η μη καταβολή των τριών συνεχών δόσεων, αφορά αυτές ως κατ' ιδίαν χρέη (οπότε όμως έπρεπε να προσδιορίζει περαιτέρω τα ποσά των δόσεων, ενόψει της διαφορετικής κατά νόμο ποινικής μεταχειρίσεως, ως και τον χρόνο καταβολής εκάστης), ή αν αφορά το άθροισμα των ποσών των δόσεων, ως ένα χρέος, οπότε δεν υπόκειται έγκλημα κατ' εξακολούθηση. Ενόψει των παρατηρουμένων ως άνω ασαφειών, ελλείψεων και αντιφάσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ούτε επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του άρθρου 25 ν. 1882/90 (αρχικού ή μετά την αντικατάστασή του με τον ν. 2523/97). Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 73388/2000 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2002.- Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 18 Ιανουαρίου 2002.-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου