Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΔΙΚΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Στη δικαιϊκή πραγματικότητα η ικανότητα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καλείται ικανότητα δικαίου ή και προσωπικότητα (άρθρο 34 και 61 αντίστοιχα του Αστικού Κώδικα). Αυτή δε ακριβώς η ικανότητα παρέχει στο συγκεκριμένο πρόσωπο την ικανότητα να είναι και διάδικος, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Ειδικότερα, σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα, το άρθρο 61 ΑΚ ορίζει, ότι αυτά αποκτούν νομική προσωπικότητα, και συνακόλουθα την ικανότητα να παρίστανται ως διάδικοι, με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος, ενώ, προκειμένου περί ανωνύμων εταιριών, η ικανότητα αυτή αρχίζει μετά την καταχώρηση στο Δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της διοικητικής απόφασης έγκρισης του καταστατικού σύστασής τους και παύει να υπάρχει από τη λύση της εταιρείας με οποιονδήποτε τρόπο.

Στα πλαίσια αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια ανώνυμη εταιρεία συμμετείχε μεν σε δίκη, η οποία συνεχίζεται δια της άσκησης έφεσης ή αίτησης αναίρεσης από την ίδια ή τον αντίδικό της, εντούτοις η εταιρεία έχει λυθεί στο διαδραμόν διάστημα δια συγχωνεύσεως. Το ζήτημα που προκύπτει στις ανωτέρω περιπτώσεις αναφορικά με την τύχη των προκείμενων δικών, είναι αν αυτές συνεχίζονται από την απορροφούσα ή νεοσυσταθησόμενη εταιρεία, υπό το πρίσμα ότι ουσιαστικά υποκαθιστούν την εταιρεία που ήταν αρχικά διάδικος, ή αν η δίκη δεν συνεχίζεται, διότι διεξάγεται από ή κατά ανυπάρκτου διαδίκου.

Σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η δικονομική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 313 παρ. 1 εδάφιο δ΄ του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου». Επιπλέον, κατά τα άρθρα 516 παρ. 1 και 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα άσκησης έφεσης και αίτησης αναίρεσης έχουν εκείνοι που νικήθηκαν ολικά ή μερικά στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η έφεση, καθώς και η αίτηση αναίρεσης, που ασκείται από νομικό πρόσωπο, που νικήθηκε μεν στη δίκη αλλά δεν υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η ικανότητα να είναι διάδικος αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις κλήσης προς συζήτηση αγωγής, η οποία ματαιώθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο.

Μπροστά σε αυτά τα άτοπα, ο νομοθέτης, προκειμένου να ρυθμίσει ειδικώς το ζήτημα, προέβη, με τα άρθρα 9 έως 12 του Προεδρικού Διατάγματος 498/1987, αφενός στην αντικατάσταση των άρθρων 68, 69 και 70 του νόμου 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» και αφετέρου στην προσθήκη στον ίδιο νόμο των άρθρων 71 έως 76, τα οποία αναφέρονται στη συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών.

Ειδικότερα, συγχώνευση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλην υφιστάμενη ανώνυμη εταιρεία το σύνολο της περιουσίας τους (δηλαδή τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό τους), υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Ν. 2190/1920, ενώ συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας είναι η πράξη με την οποία δύο ή περισσότερες ανώνυμες εταιρείες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση και μεταβιβάζουν σε ανώνυμη εταιρεία, η οποία συνιστάται για πρώτη φορά, το σύνολο της περιουσίας τους, έναντι απόδοσης στους μετόχους τους μετοχών εκδιδόμενων από τη νέα εταιρεία και ενδεχομένως ενός χρηματικού ποσού σε μετρητά προς συμψηφισμό μετοχών τις οποίες δικαιούνται.

Περαιτέρω, το άρθρο 75 του ίδιου νόμου προβλέπει στην παράγραφο 1, ότι από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, ενώ παράλληλα η απορροφούμενη ή απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν.

Την δε λύση στο θέμα της τύχης των εκκρεμών δικών των μετασχηματιζόμενων εταιρειών παρέχει η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποίαν οι δίκες αυτές «συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ΄ αυτής χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της».

Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι από την καταχώρηση της διοικητικής απόφασης έγκρισης της συγχώνευσης, επί δικών που έχουν αρχίσει με συμμετοχή της μετασχηματισθείσας εταιρείας, μόνον η απορροφούσα ή νεοσυσταθησόμενη εταιρεία νομιμοποιείται αυτοδικαίως, τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά, για τη συνέχιση των δικών αυτών, και ως εκ τούτου και για την άσκηση έφεσης ή αίτησης αναίρεσης, ως οιονεί καθολική διάδοχος αυτής, καθόσον η μετασχηματισθείσα εταιρεία έχει παύσει να υφίσταται ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως στερείται πλέον της ικανότητας να είναι διάδικος. Μάλιστα, η απορροφούσα εταιρεία ευθύνεται έναντι των δανειστών της απορροφούμενης απεριόριστα, με ολόκληρη την περιουσία της και όχι μέχρι την περιουσία που μεταβιβάσθηκε σ΄ αυτήν.

Την ίδια ρύθμιση προβλέπει και το άρθρο 55 παρ. 2 και 4 του νόμου 3190/1955, ως προς τη συγχώνευση εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.). Οι διατάξεις δε αυτές είναι δεκτικές ανάλογης εφαρμογής και στην περίπτωση συγχώνευσης άλλων μορφών εταιρειών, με την έννοια της, από το νόμο, οιονεί καθολικής διαδοχής τόσο στη τυχόν επίδικη ιδιωτική έννομη σχέση όσο και στην έννομη σχέση της δίκης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου